- ἐκτυφλῶσαι
- ἐκτυφλόωmake quite blindaor inf actἐκτυφλόωmake quite blindaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφηκίσκος — ο, ΝΑ μακρύ ξύλο που χρησιμοποιείται στην οικοδομική ως υποστήριγμα νεοελλ. ναυτ. κατεργασμένο και στρογγυλεμένο μακρύ ξύλο, το οποίο, ανάλογα με τις παρουσιαζόμενες ανάγκες, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δοκός, στύλος, κεραία ιστού, ιστός λέμβου… … Dictionary of Greek